Καρλάιλ, Τόμας — (Thomas Carlyle, Εκλφέκαν, Ντάμφρισερ 1795 – Λονδίνο 1881). Άγγλος συγγραφέας και ιστορικός. Η οικογένειά του, αυστηρών καλβινιστικών αρχών, τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, αλλά ο ίδιος εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές του. Η γνωριμία του… … Dictionary of Greek
Καρλάιλ, Τζόζεφ-Ντακρ — (Josef DacreCarlyle,1739–1804). Άγγλος ανατολιστής φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής της αραβικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ακολούθησε τον λόρδο Έλγιν στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί επισκέφθηκε τη Συρία, την… … Dictionary of Greek
Φρόιντ, Τζέιμς Άντονι — (Froude, Ντάρτινγκτον, Ντεβονσάιρ 1818 – 1894). Άγγλος ιστορικός και συγγραφέας. Ξεκίνησε ως συγγραφέας με το μυθιστόρημα Η Νέμεσις της πίστης (1849). Υπήρξε φίλος και συνεργάτης του Καρλάιλ του οποίου έγραψε τη βιογραφία σε 2 έργα: Οι αναμνήσεις … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… … Dictionary of Greek
Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… … Dictionary of Greek
Έμερσον, Ραλφ Γουόλντο — (Ralph Waldo Emerson, Βοστόνη 1803 – Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Ήταν γιος ιερέα της Ενωτικής Εκκλησίας. Σπούδασε θεολογία στο Χάρβαρντ και κατέλαβε εκκλησιαστικό αξίωμα το 1829. Το 1832, όμως,… … Dictionary of Greek