Καρλάιλ

Καρλάιλ
I
(Carlisle). Πόλη (72.700 κάτ. το 2003) της Αγγλίας, διοικητικό κέντρο της κομητείας Κάμπρια (6.824 τ. χλμ., 491.000 κάτ. το 2001). Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ίντεν, σε πολύ εύφορη περιοχή, ενώ επίσης διαθέτει και πλούσια κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος και άνθρακα. Στην πόλη λειτουργούν εργοστάσια ατμομηχανών, μπίρας και κατεργασίας τροφίμων. Οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Λουγκουβάλιουμ και την είχαν οχυρώσει με πολύ ισχυρά τείχη. Η πόλη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις διαμάχες μεταξύ Άγγλων και Σκοτσέζων. Αξιόλογο μνημείο της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός που χρονολογείται στον 12ο-14ο αι.
Αεροφωτογραφία της πόλης Καρλάιλ στη Μεγάλη Βρετανία.
II
(Carlisle). Πόλη (17.970 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ στην πολιτεία Πενσιλβάνια. Κοντά στο Κ. υπάρχουν θειούχες πηγές, ενώ στην πόλη λειτουργούν βιομηχανία ηλεκτρονικών συσκευών, ελαστικών και μεταξουργίας. Εκεί ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπέγραψε συμφωνία με τους Ινδιάνους το 1753.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καρλάιλ, Τόμας — (Thomas Carlyle, Εκλφέκαν, Ντάμφρισερ 1795 – Λονδίνο 1881). Άγγλος συγγραφέας και ιστορικός. Η οικογένειά του, αυστηρών καλβινιστικών αρχών, τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, αλλά ο ίδιος εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές του. Η γνωριμία του… …   Dictionary of Greek

  • Καρλάιλ, Τζόζεφ-Ντακρ — (Josef DacreCarlyle,1739–1804). Άγγλος ανατολιστής φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής της αραβικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ακολούθησε τον λόρδο Έλγιν στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί επισκέφθηκε τη Συρία, την… …   Dictionary of Greek

  • Φρόιντ, Τζέιμς Άντονι — (Froude, Ντάρτινγκτον, Ντεβονσάιρ 1818 – 1894). Άγγλος ιστορικός και συγγραφέας. Ξεκίνησε ως συγγραφέας με το μυθιστόρημα Η Νέμεσις της πίστης (1849). Υπήρξε φίλος και συνεργάτης του Καρλάιλ του οποίου έγραψε τη βιογραφία σε 2 έργα: Οι αναμνήσεις …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • ατομικισμός ή ατομοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία που θεμελιώνει την κοινωνική ύπαρξη στην ατομική συνείδηση και βούληση και αποδίδει αποκλειστική αξία στα ιδιαίτερα δικαιώματα του ατόμου. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής εντοπίζονται στα δόγματα των σοφιστών, των κυνικών, των… …   Dictionary of Greek

  • Εδουάρδος — I (Edward). Όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ε. ο Πρεσβύτερος (; – 924). Βασιλιάς του Γουέσεξ(899 924). Ήταν δευτερότοκος γιος του Αλφρέδου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο το 899. Ασχολήθηκε μαζί με την αδελφή του Έθελφλεντ με την… …   Dictionary of Greek

  • Έμερσον, Ραλφ Γουόλντο — (Ralph Waldo Emerson, Βοστόνη 1803 – Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Ήταν γιος ιερέα της Ενωτικής Εκκλησίας. Σπούδασε θεολογία στο Χάρβαρντ και κατέλαβε εκκλησιαστικό αξίωμα το 1829. Το 1832, όμως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”